-άριο

-άριο
(AM -άριον)
κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε -άριον από ουσιαστικά με θ. σε -αρ- + υποκορ. κατάλ. -ιον
πρβλ. εσχάρα - εσχάριον, κύτταρον - κυττάριον. Έτσι δημιουργήθηκε ιδιαίτερη υποκοριστική κατάλ. σε -άριον (πρβλ. κήπος-κηπάριον, στίχος-στιχάριον), η οποία μάλιστα χρησιμοποιήθηκε συχνά με υποτιμητική σημασία
πρβλ. ανδράριον, ανθρωπάριον κ.ά. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους εισέρχονται στην ελληνική γλώσσα λέξεις λατινικές με κατάλ. -arium, η οποία πήρε επίσης τη μορφή -άριον, χωρίς όμως υποκορ. σημασία
πρβλ. μσν. αρμάριον < λατ. armarium, μσν. κελλάριον < λατ. cellarium, μσν. μαξιλλάριον < λατ. maxillarium κ.ά. Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. -άριον είτε πήρε τη μορφή -άρι* είτε διατηρήθηκε —αφού σιγήθηκε το ν— με υποκοριστική χροιά (πρβλ. βιβλιάριο, δελτάριο) ή συχνά με μειωτική ή υποτιμητική σημασία
πρβλ. δεσποινάριο, ζωάριο, μισθάριο, φοιτητάριο κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωάριο — το (Α ζωάριον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο, ζούδι νεοελλ. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. υποκορ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο, ω άριο)] …   Dictionary of Greek

  • μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλάριο — το (ΑΜ ξυλάριον, Α και ξυλήριον) ξυλάκι, μικρό ξύλο αρχ. κομμένος κορμός δένδρου, κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. άριο(ν), πρβλ. πλοι άριο] …   Dictionary of Greek

  • ριμάριο — το, Ν γλωσσάριο που περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίμα + κατάλ. άριο (< λατ. κατάλ. arium), πρβλ. συναξ άριο] …   Dictionary of Greek

  • σημειωματάριο — το, Ν μικρό τετράδιο ή μπλοκ με άγραφα φύλλα, στο οποίο καταγράφει κανείς διάφορες σημειώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείωμα, ατος, + κατάλ. άριο* (πρβλ. αλφαβητ άριο). Η λ., στον λόγιο τ. σημειωματάριον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • στιχάρι(ο) — (I) το, Ν υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)]. (II) το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.… …   Dictionary of Greek

  • τροπάρι(ο) — το / τροπάριον, ΝΜ (λειτ.) (στην υμνολογία) καθένα από τα σύντομα λειτουργικά άσματα τα οποία ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (α. «αναστάσιμα τροπάρια» β. «νεκρώσιμα τροπάρια») νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται με στερεότυπο… …   Dictionary of Greek

  • φελλάρια — τα, Ν (αλιευτ.) κοινή ονομασία τεμαχίων φελλού για ποικίλες χρήσεις και ιδίως για να ψαρεύει κανείς μελανούρια και κεφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)] …   Dictionary of Greek

  • τἄρι' — Ἄρια , Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄρια , Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄριε , Ἄριος masc voc sg Ἄριε , Ἄριος masc/fem voc sg Ἄριαι , Ἄριος fem nom/voc pl Ἄριι , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Ἄριε , Ἄρις fem nom/voc/acc dual (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”