ζωάριο — το (Α ζωάριον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο, ζούδι νεοελλ. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. υποκορ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο, ω άριο)] … Dictionary of Greek
μελισσαριό — το (Α μελισσάριον) [μέλισσα] τόπος όπου είναι εγκατεστημένα μελίσσια, μελισσοκομείο, μελισσουργείο, μελισσομάντρι, μελισσώνας («καὶ ἰδοὺ μελισσάριον ἐν τῷ σώματι τοῡ λέοντος καὶ μέλι ἧν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. αριό (μέσω ενός… … Dictionary of Greek
ξαπλωταριό — το 1. ξάπλα, ξάπλωμα, κατάκλιση 2. τόπος όπου ξαπλώνει κάποιος, χώρος κατάκλισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαπλωτός + κατάλ. αριό (πρβλ. ασκητ αριό)] … Dictionary of Greek
ξυλάριο — το (ΑΜ ξυλάριον, Α και ξυλήριον) ξυλάκι, μικρό ξύλο αρχ. κομμένος κορμός δένδρου, κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + υποκορ. κατάλ. άριο(ν), πρβλ. πλοι άριο] … Dictionary of Greek
ριμάριο — το, Ν γλωσσάριο που περιέχει ομοιοκατάληκτες λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίμα + κατάλ. άριο (< λατ. κατάλ. arium), πρβλ. συναξ άριο] … Dictionary of Greek
σημειωματάριο — το, Ν μικρό τετράδιο ή μπλοκ με άγραφα φύλλα, στο οποίο καταγράφει κανείς διάφορες σημειώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείωμα, ατος, + κατάλ. άριο* (πρβλ. αλφαβητ άριο). Η λ., στον λόγιο τ. σημειωματάριον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
στιχάρι(ο) — (I) το, Ν υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)]. (II) το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.… … Dictionary of Greek
τροπάρι(ο) — το / τροπάριον, ΝΜ (λειτ.) (στην υμνολογία) καθένα από τα σύντομα λειτουργικά άσματα τα οποία ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες (α. «αναστάσιμα τροπάρια» β. «νεκρώσιμα τροπάρια») νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται με στερεότυπο… … Dictionary of Greek
φελλάρια — τα, Ν (αλιευτ.) κοινή ονομασία τεμαχίων φελλού για ποικίλες χρήσεις και ιδίως για να ψαρεύει κανείς μελανούρια και κεφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + υποκορ. κατάλ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο)] … Dictionary of Greek
τἄρι' — Ἄρια , Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄρια , Ἄριος neut nom/voc/acc pl Ἄριε , Ἄριος masc voc sg Ἄριε , Ἄριος masc/fem voc sg Ἄριαι , Ἄριος fem nom/voc pl Ἄριι , Ἄρις fem dat sg (epic doric ionic aeolic) Ἄριε , Ἄρις fem nom/voc/acc dual (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)